- ὁρμάστειρα
- ὁρμάστειρα, ἡ,A one who urges on, Orph.H.32.9 codd. (ὁρμήτειρα Abel).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορμάστειρα — ὁρμάστειρα και ὁρμήτειρα, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτή που παρακινεί για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὁρμάστειρα θα πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε ὁρμήτειρα (< ὁρμαίνω + επίθημα τειρα)] … Dictionary of Greek
ὁρμάστειρα — one who urges on fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμήτειρα — ὁρμήτειρα, ἡ (Α) βλ. ορμάστειρα … Dictionary of Greek